πλίθινος

πλίθινος
-η, -ο
ο κατασκευασμένος με πλιθιά: Σπίτι πλίθινο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλίθινος — η, ο, Ν βλ. πλίνθινος …   Dictionary of Greek

  • πλίνθινος — η, ο / πλίνθινος, ίνη, ινον, ΝΑ, και πλίθινος Ν [πλίνθος/πλίθος] αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθους, πλινθόκτιστος αρχ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πηλό, χωματένιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”